δωροφάγος
From LSJ
Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A devouring gifts, greedy of presents, Hes.Op.221, 264, Plb.6.9.7.
German (Pape)
[Seite 696] Geschenke fressend, gierig nach Geschenken; Hes. O. 219. 226; Pol. 6, 9, 7.
Greek (Liddell-Scott)
δωροφάγος: [ᾰ], -ον, καταβροχθίζων δῶρα, ἄπληστος δώρων, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 219, 262, Πολύβ. 6. 9, 7.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
avide de présents.
Étymologie: δῶρον, φαγεῖν.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
devorador de regalos μέγα κυδαίνων βασιλῆας δωροφάγους Hes.Op.39, cf. 221, 264, οἱ πολλοί Plb.6.9.7.
Greek Monotonic
δωροφάγος: [ᾰ], -ον (φαγεῖν), άπληστος με τα δώρα, σε Ησίοδ.