ἐπαναλίσκω

Revision as of 22:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A consume still more, [χρόνον] D.50.42: aor. 1 ἐπανάλωσα Hadr.Rh.p.45H.    II spend in addition, τὸ ἐπανᾱλωθέν IG 12(7).24 (Amorgos); but ἐπανηλωθέντος PCorn.1.88.

German (Pape)

[Seite 900] (s. ἀναλίσκω), noch dazu verwenden, χρόνον Dem. 50, 42, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπᾰνᾱλίσκω: καταναλίσκω ἐπὶ πλέον, τοῦ χρόνου οὗ ἐπανήλωσεν ὑπὲρ αὐτῶν Δημ. 1219. 25., 1223. 13.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐπανήλωσα, pf. ἐπανήλωκα;
dépenser plus qu’il ne faut, consumer, épuiser.
Étymologie: ἐπί, ἀναλίσκω.

Greek Monolingual

ἐπαναλίσκω (Α)
1. καταναλώνω παραπάνω
2. ξοδεύω, δαπανώ παραπάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αναλίσκω «καταναλώνω»].

Greek Monotonic

ἐπανᾱλίσκω: καταναλώνω ακόμη περισσότερο, χρόνον, σε Δημ.