εὔπεπλος

Revision as of 23:12, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

Ep. ἐϋ-, ον,

   A with beautiful peplos, beautifully robed, of women, Il.5.424, Od.6.49, Hes.Th.273; οὐρανοῦ θυγάτηρ Pi.Pae.Fr. 16.10, cf. B.8.61.    II εὔπεπλον, τό, = δαφνοειδές, Ps.-Dsc.4.146.

German (Pape)

[Seite 1087] schöngewandig, Ἀχαιϊάδες, ἀμφίπολος, Il. 5, 424. 6, 372, Ναυσικάα, Od. 6, 49; Δαμάτηρ, Theocr. 7, 32.

Greek (Liddell-Scott)

εὔπεπλος: -ον, ἔχων ὡραῖον πέπλον, ὡραῖα ἐνδεδυμένος, ἐπὶ γυναικῶν, Ἰλ. Ε. 424, Ὀδ. Ζ. 49, Ἡσ. Θ. 273, Βακχυλ. 10. 42., 14. 49 (ἔκδ. Blass).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au beau voile.
Étymologie: εὖ, πέπλος.

English (Autenrieth)

with beautiful mantle, beautifully robed, Il. 5.424, Od. 6.49.

English (Slater)

εὔπεπλος, -ον
   1 with beautiful peplos εὐπέπλῳ θυγατρὶ Μναμοσύνᾳ (ἐυπέπλῳ Π, sed “non nisi ante duas consonantes,” not. Snell) Πα. 7B. 15.

Greek Monolingual

εὔπεπλος, -ον και επικ. τ. ἐΰπεπλος, -ον (Α)
1. (για γυναίκες)
1. αυτή που έχει ωραίο πέπλο
2. (κατ' επέκταση)
ο ωραία ντυμένος, αυτός που έχει ωραία εμφάνιση
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔπεπλον
το δαφνοειδές, μικρός θάμνος με εύοσμα άνθη που χρησιμοποιούνται στη φαρμακευτική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πέπλος.

Greek Monotonic

εὔπεπλος: -ον, αυτός που είναι όμορφα ντυμένος, καλοντυμένος, σε Όμηρ.