ἥν

From LSJ
Revision as of 23:20, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber

Menander, Monostichoi, 90

French (Bailly abrégé)

acc. sg. fém. de ὅς, ἥ, ὅ;
poét. p. ἑήν, acc. sg. fém. de ἑός.

Greek Monotonic

ἥν: αιτ. ενικ. θηλ. της αναφορ. αντων. ὅς και της κτητ. αντων. ὅς, ἑός.