θυρώματα

From LSJ
Revision as of 23:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

εἰ πλείονα δ' εἰδείης Σισύφου → if you were more intelligent than Sisyphus

Source

Greek (Liddell-Scott)

θυρώματα: τά, (θυρόω) δωμάτιον μετὰ θυρῶν, κοιτών, Ἡρόδ. 2. 169. ΙΙ. θύρα μετὰ τῶν παραστάδων, τοῦ πλαισίου καὶ ὅλων τῶν ἐξαρτημάτων, Θουκ. 3. 68, Λυσ. 154. 38, Πλάτ. Πολιτ. 280D, Δημ. 568. 17, κτλ.· τὰ θυρ. ἀποσπάσας ὁ αὐτ. 845. 19: ― ἐν τῷ ἑνικῷ, Συλλ. Ἐπιγρ. 160 78. 2) καθόλου, πινακίς, Διωτογένης Πυθαγ. παρὰ Στοβ. 251. 22, Ἀρχύτ. παρὰ τῷ αὐτῷ 269. 19. ΙΙΙ. παράθυρον, ἴδε Πλούτ. 2. 273Β. ― Τὸ ἑνικ. μόνον παρ’ Ἡσύχ.

Greek Monotonic

θυρώματα: τά (θυρόω),
I. δωμάτιο με πόρτες που οδηγούν προς το ίδιο, κάμαρα, σε Ηρόδ.
II. πόρτα με παραστάδες, σε Θουκ., Δημ.