κακιστέον
From LSJ
τῇ διατάξει σου διαμένει ἡ ἡμέρα ὅτι τὰ σύμπαντα δοῦλα σά → the day continues by thy arrangement; for all things are thy servants
τῇ διατάξει σου διαμένει ἡ ἡμέρα ὅτι τὰ σύμπαντα δοῦλα σά → the day continues by thy arrangement; for all things are thy servants
Full diacritics: κακιστέον | Medium diacritics: κακιστέον | Low diacritics: κακιστέον | Capitals: ΚΑΚΙΣΤΕΟΝ |
Transliteration A: kakistéon | Transliteration B: kakisteon | Transliteration C: kakisteon | Beta Code: kakiste/on |
A one must bring reproach on, c. acc., E.IT105.
κᾰκιστέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να προσάψει όνειδος, ντροπή, μομφή έναντι κάποιου, τινά, σε Ευρ.