κατηφιάω
From LSJ
Ἡ πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart
English (LSJ)
A = κατηφέω, AP14.3, Ph.2.519 (nisi leg. -φῶμεν), Plu.2.119c; Ep. part. κατηφιόων A.R.1.461, etc.; Ep. iterat. κατηφιάασκε MAMA1.319.
German (Pape)
[Seite 1401] = κατηφέω; Plut. consol. ad Apoll. p. 342; Philo u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
c. κατηφέω.
Greek Monotonic
κατηφιάω: = κατηφέω, σε Ανθ.