κατερητύω

Revision as of 23:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

fut. -ύσω [ῡ] S.Ph.1416 (anap.):—

   A hold back, detain, κατερήτυον ἐν μεγάροισι Il.9.465, Od.9.31; φωνῇ . . κατερήτυε 19.545; κατερητύσων ὁδόν S.l.c.; κ. αὐδήν, θυμόν, Orph.A.1170, 1177.

German (Pape)

[Seite 1397] fest-, zurückhalten; Il. 9, 465 Od. 9, 33; Soph. Phil. 1402 κατερητύσων ὁδόν, verhindern; θυμόν Orph. Arg. 1175.

Greek (Liddell-Scott)

κατερητύω: μέλλ. -ύσω ῡ˙- κρατῶ ὀπίσω, ἀναχαιτίζω, λισσόμενοι κατερήτυον ἐν μεγάροισι Ἰλ. Ι. 465, Ὀδ. Ι. 31˙ φωνῇ… κατερήτυε Τ. 545˙ κατερητύσων ὁδὸν ἣν στέλλει Σοφ. Φιλ. 1416˙ κ. αὐδήν, θυμὸν Ὀρφ. Ἀργ. 1175, 1182, πρβλ. ἐρύκω καὶ κατερύκω.

French (Bailly abrégé)

retenir, arrêter.
Étymologie: κατά, ἐρητύω.

English (Autenrieth)

hold back, restrain.

Greek Monolingual

κατερητύω (Α)
κρατώ, κατακρατώ, εμποδίζω, αναχαιτίζω κάποιον ή κάτι («κατερητύσων θ' ὁδὸν ἣ ν στέλλει», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἐρητύω «εμποδίζω, αναχαιτίζω»].

Greek Monotonic

κατερητύω: μέλ. -ύσω [ῡ], κρατώ πίσω, αναχαιτίζω, σε Όμηρ., Σοφ.