δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything
κατείλημμαι: ἴδε ἐν λ. καταλαμβάνω.
κατείλημμαι: -είληφα, Παθ. και Ενεργ. παρακ. του καταλαμβάνω.