κατείλημμαι

From LSJ

Greek (Liddell-Scott)

κατείλημμαι: ἴδε ἐν λ. καταλαμβάνω.

Greek Monotonic

κατείλημμαι: -είληφα, Παθ. και Ενεργ. παρακ. του καταλαμβάνω.