κατωφαγάς

Revision as of 23:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Greek Monolingual

κατωφαγᾱς, -οῡ και -ᾱ και καταφαγᾱς, ὁ (Α)
ονομασία λαίμαργου πτηνού με το κεφάλι συνεχώς προς τα κάτω για να βρίσκει σπόρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + φαγᾶς.

Greek Monotonic

κατωφᾰγάς: -οῦ ή -ᾶ, ὁ (φαγεῖν), αυτός που τρώει με το κεφάλι προς το έδαφος, αδηφάγος, λαίμαργος, αχόρταγος, σε Αριστοφ.