κρήνηνδε

Revision as of 00:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

Adv.

   A to a well or spring, Od. 20.154.

German (Pape)

[Seite 1507] zur Quelle hin, Od. 20, 154.

Greek (Liddell-Scott)

κρήνηνδε: Ἐπίρρ. εἰς κρήνην, Ὀδ. Υ. 154.

French (Bailly abrégé)

adv.
vers la fontaine.
Étymologie: κρήνη, -δε.

Greek Monolingual

κρήνηνδε (Α)
επίρρ. στην πηγή («ταὶ δὲ μεθ' ὕδωρ ἔρχεσθε κρήνηνδε», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρήνην + επιρρμ. κατάλ. -δε (πρβλ. οίκα-δε, πόλιν-δε)].

Greek Monotonic

κρήνηνδε: επίρρ., σε πηγάδι ή πηγή, σε Ομήρ. Οδ.