Μανέρως
From LSJ
πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
Greek (Liddell-Scott)
Μανέρως: ὁ, μονογενὴς υἱὸς τοῦ πρώτου βασιλέως τῆς Αἰγύπτου ὡσαύτως, θρῆνός τις ὀνομασθεὶς ἐκ τοῦ ὀνόματος ἐκείνου, ὃν ὁ Ἡρόδ. 2. 79 ταυτίζει πρὸς τὸν παρ’ Ἕλλησι Λίνον, πρβλ. Ἀθήν. 620Α, Παυσ. 9. 29, 7, κτλ.
French (Bailly abrégé)
(ὁ) :
chant funèbre égyptien.
Greek Monotonic
Μανέρως: ὁ, ο Μανέρως, μοναχογιός του πρώτου βασιλιά της Αιγύπτου· εθνικό θρηνητικό τραγούδι που πήρε το όνομά του απ' αυτόν, σε Ηρόδ.