λογχοφόρος
Κακὸν φέρουσι καρπὸν οἱ κακοὶ φίλοι → Evil friends bear evil fruit → Malo ex amico fructus oritur pessimus → Ertrag, den schlechte Freunde bringen, der ist schlecht
English (LSJ)
ον,
A spear-bearing, Id.Hec.1089: as Subst. λ., ὁ, spearman, pikeman, Ar.Pax1294, X.Cyr.2.1.5, Plb.3.84.14, POxy.1241 ii 16 (ii A. D.); χιλίαρχοι λ. Sammelb.6154.6 (i B. C.), Bull.Soc.Alex.7.64.
Greek (Liddell-Scott)
λογχοφόρος: -ον, ὁ φέρων λόγχην, Εὐρ. Ἑκ. 1089· ὡς οὐσιαστ. λογχοφόρος, ὁ, ἄπερρε καὶ τοῖς λογχοφόροισιν ᾆδ· ἰὸν Ἀριστοφ. Εἰρ. 1294, Ξεν. Κύρ. 2. 1, 5, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
porteur de lance ; ὁ λογχοφόρος lancier.
Étymologie: λόγχη, φέρω.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM λογχοφόρος, -ον)
1. οπλισμένος με λόγχη («λογχοφόρον ἔνοπλον... γένος», Ευρ.)
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι λογχοφόροι
ειδικό σώμα έφιππων στρατιωτών, οπλισμένων με λόγχη («λογχοφόρους δὲ σὺν πελτασταῑς», Ξεν.)
νεοελλ.
(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) είδος χορού, αλλ. λανσιέδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόγχη + -φόρος].
Greek Monotonic
λογχοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φέρει, κουβαλάει λόγχη, σε Ευρ.· ως ουσ., ακοντιστής, σε Αριστοφ., Ξεν., κ.λπ.