μέρμις

Revision as of 00:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ῑθος, ἡ,

   A cord, string, rope, Od.10.23, D.S.3.21 (v.l. μέρμινθα): dat. pl. μερμίθαις from μέρμῑθα, Agatharch.47; μερμῑθος, ὁ, Hsch., Zonar. (Cf. μήρινθος.)

German (Pape)

[Seite 135] ιθος, ἡ, Schnur, Faden, κατέδει μέρμιθι φαεινῇ ἀργυρέῃ, Od. 10, 23; D. Sic. 3, 21, v. l. μέρμινθα, vgl. μήρινθος. Schon von den Alten von εἴρειν abgeleitet, mit vorgeschlagenem μ.

Greek (Liddell-Scott)

μέρμῑς: -ῑθος, ἡ, σπαρτίον, λεπτὸν σχοινίον, «σπάγγος», Ὀδ. Κ. 23· - δοτ. μερμίθαις ἐξ ὀνομαστ. μέρμιθα, Ἀγαθαρχ. ἐν Φωτ. Βιβλιοθ. 451. 36· μέρμιθος, ὁ, Ἡσύχ. ἐν λέξ. μέρμιθα, Ζωναρ. 1345. (Σχετίζεται πρὸς τὸ μήρινθος· ἡ ῥίζα εἶναι ἀμφίβολος, Κουρτ. Gr. Et. σ. 543).

French (Bailly abrégé)

ιθος (ἡ) :
fil, cordon.
Étymologie: DELG : ?

Greek Monolingual

μέρμις, -ιθος, ἡ (Α)
βλ. μέρμιθα.

Greek Monotonic

μέρμῑς: -ῑθος, ἡ, χορδή, σπάγγος, σκοινί, σε Ομήρ. Οδ. (άγν. προέλ.).