μετοικοδομέω
From LSJ
English (LSJ)
A build differently, Plu.Caes.51; build elsewhere, τὰς νεοσσιάς Arr.Epict.3.24.6.
German (Pape)
[Seite 161] umbauen, anders wohin bauen, οἰκίαν, Plut. Caes. 51; Arr. Ep. 3, 24, 6.
Greek (Liddell-Scott)
μετοικοδομέω: οἰκοδομῶ, κτίζω κατὰ διάφορον τρόπον, Πλουτ. Καῖσ. 51, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 24, 6.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
bâtir ailleurs.
Étymologie: μετά, οἰκοδομέω.
Greek Monotonic
μετοικοδομέω: μέλ. -ήσω, χτίζω με διαφορετικό τρόπο, σε Πλούτ.