λυσσομανής

From LSJ
Revision as of 00:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λυσσομᾰνής Medium diacritics: λυσσομανής Low diacritics: λυσσομανής Capitals: ΛΥΣΣΟΜΑΝΗΣ
Transliteration A: lyssomanḗs Transliteration B: lyssomanēs Transliteration C: lyssomanis Beta Code: lussomanh/s

English (LSJ)

ές,

   A raving mad, AP11.232 (Call. Arg.); πλόκαμοι ib.6.219 (Antip.).

Greek (Liddell-Scott)

λυσσομᾰνής: -ές, ὁ λυσσηδὸν μαινόμενος, Ἀνθ. Π. 11. 232· πλόκαμοι αὐτόθι 6. 219.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 enragé, furieux;
2 qui appartient à une personne furieuse.
Étymologie: λύσσα, μαίνομαι.

Greek Monolingual

-ές (Α λυσσομανής, -ές)
μανιώδης, λυσσώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + -μανής].

Greek Monotonic

λυσσομᾰνής: -ές (μαίνομαι), αυτός που έχει μανιώδη, λυσσώδη ορμή, λυσσασμένος, σε Ανθ.