Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid
3ᵉ sg. ao. Moy. poét. de μίγνυμι.
μίκτο: ή μῖκτο, Επικ. γʹ ενικ. Παθ. αορ. βʹ του μίγνυμι.