νήκερως

From LSJ
Revision as of 00:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321

German (Pape)

[Seite 251] ωτος, ohne Hörner, ungehörnt (?).

Greek (Liddell-Scott)

νήκερως: -ων, (νη-) ἄνευ κεράτων, ὁ μὴ ἔχων κέρατα, Ἐπικ. ὀνομ. πληθ. νήκεροι, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 527.

French (Bailly abrégé)

ως, ων;
sans cornes.
Étymologie: νη-, κέρας.

Greek Monolingual

νήκερως, -ων και επικ. τ. πληθ. αρσ. νήκεροι (Α)
αυτός που δεν έχει κέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη- + -κέρως (< κέρας, -ατος), πρβλ. ά-κερως, δί-κερως].

Greek Monotonic

νήκερως: -ων (νη-, κέρας), αυτός που δεν έχει κέρατα· Επικ. ονομ. πληθ. νήκεροι, σε Ησίοδ.