ὁσονοῦν
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
English (LSJ)
Ion. ὁσονῶν,
A v. ὅσος 111.3, iv. 6; cf. ὁσοῦν.
Greek (Liddell-Scott)
ὁσονοῦν: Ἰων. ὁσονῶν, ἴδε ὅσος ΙΙΙ. 3, ΙV. 6.
French (Bailly abrégé)
adv.
v. ὅσος.
Greek Monolingual
ὁσονοῡν και ιων. τ. ὁσονῶν (Α)
επίρρ. βλ. όσος.
Greek Monotonic
ὁσονοῦν: Ιων. ὁσον-ῶν, επίρρ., οσοδήποτε μικρός, σε Ηρόδ.