παυσίνοσος

From LSJ
Revision as of 00:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παυσίνοσος Medium diacritics: παυσίνοσος Low diacritics: παυσίνοσος Capitals: ΠΑΥΣΙΝΟΣΟΣ
Transliteration A: pausínosos Transliteration B: pausinosos Transliteration C: pafsinosos Beta Code: pausi/nosos

English (LSJ)

ον,

   A curing sickness, ib.3.900.

German (Pape)

[Seite 538] Krankheit stillend oder heilend, ἄκεσις, Ep. ad. (App. 234).

Greek (Liddell-Scott)

παυσίνοσος: -ον, ὁ καταπαύων τὴν νόσον, Ἀνθ. Π. παράρτ. 234.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui guérit la maladie.
Étymologie: παύω, νόσος.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που καταπαύει, που θεραπεύει νόσο, θεραπευτικός («τὸν εὑράμενον παυσινόσους ἀκέσεις», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος, < θ. παυσ(ι)- του παύω (πρβλ. παῦσις) + νόσος.

Greek Monotonic

παυσίνοσος: -ον, αυτός που παύει τη νόσο, σε Ανθ.