περιγραπτός
From LSJ
τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → but what is this to me, about an oak or a rock | but what are these things about a tree or a rock to me | why all this about trees and rocks | why all this about what we have nothing to do with | but why am I off on this tangent
German (Pape)
[Seite 572] umschrieben, begränzt; οὐκ ἐκ βραχέος καὶ περιγραπτοῦ ὁρμώμενοι Thuc. 7, 49; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
περιγραπτός: -ή, -όν, ὁ περιγεγραμμένος, περιωρισμένος, οὐκ ἐκ περιγραπτοῦ, ἐκ περιωρισμένου διαστήματος ἢ χώρου, Θουκ. 7. 49· τόπῳ περιγραπτὴν ἐρῶ τὴν φιλίαν Εὐσταθ. Πονημάτ. 333. 60.
Greek Monotonic
περιγραπτός: -όν, σημειωμένος γύρω-γύρω, περιγεγραμμένος, ἐκ περιγραπτοῦ, από ένα περιγεγραμμένο διάστημα, σε Θουκ.