πλώϊμος

From LSJ
Revision as of 01:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source

German (Pape)

[Seite 639] auch πλόϊμος, 2 Endgn, tauglich zur Schifffahrt; vom Schiffe, tauglich zur Fahrt, die Fahrt aushaltend, τριήρεις πλώϊμοι, Thuc. 2, 13; ζεύξαντες τὰς παλαιάς, ὥςτε πλωΐμους εἶναι, 1, 29; τριήρεις πλοΐμους καὶ ἐντελεῖς, Aesch. 2, 175; Dem. 56, 23 (Bekker πλόϊμος), wie ih. 40, ἐπεσκευάσθη καὶ πλόϊμος ἐγένετο; – vom Meere, καταστάντος τοῦ Μίνω ναυτικοῦ πλωϊμώτερα ἐγίγνετο, Thuc. 1, 8; ποταμός, Plut. Sull. 20; βάθος, Pomp. 78; u. vom Winde, der Schifffahrt günstig, πλωΐμων γενομένων, D. Hal. 2, 64, als die Schifffahrt wieder durch gute Winde eröffnet wurde. u. allgemeiner, ἤδη πλωϊμωτέρων ὄντων, Thuc. 1, 7, als die Umstände für die Schifffahrt günstiger geworden, in beiden Stellen als neutr. zu fassen; vgl. τὰ πλώϊμα τῆς ὥρας μηδέπω ἐστίν, Heliod. 5, 21. – Vom Holze Plut. Symp. 5, 3, 1, τῶν ξύλων παρέχει τὰ πλοϊμώτατα.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 propre à la navigation ; πλωΐμων γενομένων THC ou ὄντων THC les circonstances étant favorables pour la navigation;
2 propre à la construction des navires.
Étymologie: πλώω.

Greek Monotonic

πλώϊμος: ή πλόϊμος, -ον (πλώω), κατάλληλος προς πλεύση·
1. λέγεται για πλοίο, κατάλληλος για τη θάλασσα, αξιόπλοος.
2. λέγεται για τη ναυτιλία, πλωϊμοτέρων γενομένων ή ὄντων, καθώς η ναυσιπλοΐα εξελισσόταν, καθώς οι περιστάσεις γίνονταν καλύτερες για τη ναυσιπλοΐα, στον ίδ.