πολυπάμων

Revision as of 01:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

[ᾱ], ον, gen. ονος, (πᾶμα, πέπαμαι)

   A exceeding wealthy, Il.4.433.

German (Pape)

[Seite 668] ον, viel besitzend, sehr begütert; ὄϊες πολυπάμονος ἀνδρός, Il. 4, 433; λαός, Orph. Arg. 1061.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠπάμων: -ον, (πᾶμα, πέπᾱμαι), πλούσιος, πολλὰ κεκτημένος, πολυχρήμων, Ἰλ. Δ. 433.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
très riche, opulent.
Étymologie: πολύς, πάομαι.

English (Autenrieth)

ονος (πέπαμαι): much possessing, exceeding wealthy, Il. 4.433†.

Greek Monolingual

-ον, Α
πολυκτήμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -πάμων (< πᾶμα «κτήμα»), πρβλ. παμ-πάμων].

Greek Monotonic

πολῠπάμων: -ον (πέ-πᾱμαι), εξαιρετικά πλούσιος, σε Ομήρ. Ιλ.