ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
Full diacritics: ῥύᾰτο | Medium diacritics: ῥύατο | Low diacritics: ρύατο | Capitals: ΡΥΑΤΟ |
Transliteration A: rhýato | Transliteration B: rhyato | Transliteration C: ryato | Beta Code: r(u/ato |
A v. ἐρύω (B).
ῥύᾰτο: γ΄ πληθ. συγκεκομ. ἀορ. τοῦ ῥύομαι.
3ᵉ pl. impf. épq. de ῥύομαι.
see ῥύομαι.
ῥύᾰτο: Επικ. αντί ἐρύοντο, γʹ πληθ. αορ. βʹ του ῥύομαι.