συνυποκρίνομαι

Revision as of 02:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

[ῑ],

   A accommodate oneself by pretending, Plb.3.31.7; συνυπεκρίθη τίθεσθαι φιλίαν πρὸς αὐτούς Id.3.52.6: σ. τὸ προσποίημα τῷ Μαρίῳ helping M. to maintain his pretence, Plu.Mar.14; συνυπεκρίνετο τοῖς προθύμως . . διακειμένοις pretended to agree with the eager spirits, Plb.3.92.5, cf. Ep.Gal.2.13, Plu.Mar.17.

Greek (Liddell-Scott)

συνυποκρίνομαι: ἀποθετ., ὑποκρίνομαι μετά τινος ἢ ὁμοῦ, συνυπεκρίθη τίθεσθαι φιλίαν πρὸς αὐτοὺς Πολύβ. 3. 52, 6, πρβλ. 31. 7· ― σ. τινι τὸ προσποίημα, βοηθῶ τινα ὅπως προσποιηθῇ, Πλουτ. Μάρ. 14.

French (Bailly abrégé)

aider à feindre : τινί τι aider qqn à feindre qch, appuyer un prétexte donné par qqn.
Étymologie: σύν, ὑποκρίνομαι.

English (Strong)

from σύν and ὑποκρίνομαι; to act hypocritically in concert with: dissemble with.

English (Thayer)

1st aorist passive, συνυπεκριθην, with the force of the middle (cf. Buttmann, 52 (45)); to dissemble with: τίνι, one, Polybius 3,92, 5 and often; see Schweighaeuser, Lex. Polybius, p. 604; Plutarch, Marius, 14,17.)

Greek Monolingual

Α
(αποθ.) υποκρίνομαι μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο.

Greek Monotonic

συνυποκρίνομαι: [ῑ], αποθ., ερμηνεύω, υποκρίνομαι ως ηθοποιός, υποκριτής έναν ρόλο από κοινού με άλλους· βοηθώ κάποιον να προσποιηθεί κάτι, σε Πλούτ.