συνεπεκπίνω

From LSJ
Revision as of 02:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Μέγιστον ὀργῆς ἐστι φάρμακον λόγος → Irae remedium maximum est oratio → Das beste Mittel gegen Zorn: ein gutes Wort

Menander, Monostichoi, 346
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπεκπίνω Medium diacritics: συνεπεκπίνω Low diacritics: συνεπεκπίνω Capitals: ΣΥΝΕΠΕΚΠΙΝΩ
Transliteration A: synepekpínō Transliteration B: synepekpinō Transliteration C: synepekpino Beta Code: sunepekpi/nw

English (LSJ)

[ῑ],

   A drink off together, ἅμα τινί AP6.292 (Hedyl., dub.l.).

Greek (Liddell-Scott)

συνεπεκπίνω: ἐκπίνω ὁμοῦ, ἅμα τινὶ Ἀνθ. Π. 6. 292.

French (Bailly abrégé)

absorber ou vider ensemble.
Étymologie: σύν, ἐπεκπίνω.

Greek Monolingual

Α
πίνω από κοινού με κάποιον κάτι μετά από κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπεκπίνω «πίνω κάτι μετά από κάτι άλλο»].

Greek Monolingual

Α
πίνω από κοινού με κάποιον κάτι μετά από κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπεκπίνω «πίνω κάτι μετά από κάτι άλλο»].

Greek Monotonic

συνεπεκπίνω: μέλ. -πίομαι, πίνω μαζί μέχρι την τελευταία σταγόνα, ρουφώ μαζί ως τον πάτο, σε Ανθ.