τετραγλώχις

Revision as of 02:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Greek (Liddell-Scott)

τετραγλώχῑς: ῑνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τέσσαρας γωνίας, τετράγωνος, Ἀνθ. Π. 6. 334.

French (Bailly abrégé)

ινος (ὁ, ἡ)
à quatre pointes ; quadrangulaire.
Étymologie: τέσσαρες, γλωχίς.

Greek Monolingual

-ινος, ό, ἡ, Α
αυτός που έχει τέσσερεις γωνίες, τετράγωνος («καὶ σὺ τετραγλώχιν, μηλοσσόε, Μαιάδος Ἑρμᾱ», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -γλώχις (< γλωχίν «αιχμή, μύτη»), πρβλ. τρι-γλώχις].

Greek Monotonic

τετραγλώχῑς: -ῖνος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει τέσσερις γωνίες, τετράγωνος, σε Ανθ.