φάσθαι
From LSJ
English (LSJ)
inf. pres. Med. of φημί, Il.1.187, Od.11.443.
Greek (Liddell-Scott)
φάσθαι: ἀπαρέμφ. μέσ. ἐνεστ. τοῦ φημί, Ἰλ. Α. 187, Ὀδ. Λ. 443.
French (Bailly abrégé)
inf. prés. Moy. de φημί.
English (Autenrieth)
see φημί.
Greek Monotonic
φάσθαι: απαρ. Μέσ. ενεστ. του φημί· φάσθε, βʹ πληθ. προστ., φάσθω, γʹ ενικ.