φάσθαι
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
English (LSJ)
inf. pres. Med. of φημί, Il.1.187, Od.11.443.
French (Bailly abrégé)
inf. prés. Moy. de φημί.
Russian (Dvoretsky)
φάσθαι: эп. inf. praes. med. к φημί.
Greek (Liddell-Scott)
φάσθαι: ἀπαρέμφ. μέσ. ἐνεστ. τοῦ φημί, Ἰλ. Α. 187, Ὀδ. Λ. 443.
English (Autenrieth)
see φημί.
Greek Monotonic
φάσθαι: απαρ. Μέσ. ενεστ. του φημί· φάσθε, βʹ πληθ. προστ., φάσθω, γʹ ενικ.