χαλκεία

From LSJ
Revision as of 02:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκεία Medium diacritics: χαλκεία Low diacritics: χαλκεία Capitals: ΧΑΛΚΕΙΑ
Transliteration A: chalkeía Transliteration B: chalkeia Transliteration C: chalkeia Beta Code: xalkei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A smith's work, Hp.Art.53; opp. τεκτονική (joiner's work), Pl.Prt.324e, cf. Smp.197b.    II smithy, forge, HeroBel.98.3.

German (Pape)

[Seite 1329] ἡ, das Schmieden, die Schmiedekunst, Plat. Conv. 197 b Prot. 324 e.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκεία: ἡ, τὸ ἔργον, ἡ τέχνη τοῦ χαλκέως, τοῦ σιδηρουργοῦ, ars ferraria, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ τεκτονικὴ (ἡ τέχνη τοῦ τέκτονος, τοῦ ξυλουργοῦ), Ἱππ. π. Ἄρθρ. 820, Πλάτ. Πρωτ. 324Ε, Συμπ. 197Β.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
art du forgeron.
Étymologie: χαλκεύς.

Greek Monolingual

ἡ, Α χαλκεύω
1. η τέχνη του σιδηρουργού, η χαλκευτική
2. το χαλκείο, το σιδηρουργείο.

Greek Monotonic

χαλκεία: ἡ, η τέχνη του σιδηρουργού, αντίθ. προς το τεκτονικήτέχνη του ξυλουργού), σε Πλάτ.