λιμνίον

From LSJ
Revision as of 06:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεωςtrustworthy guarantor for the money

Source

German (Pape)

[Seite 48] τό, dim. von λίμνη, kleiner Teich, Arist. mirab. ausc. 112.

Greek (Liddell-Scott)

λιμνίον: τό, ὑποκορ. τοῦ λίμνη, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 112. 1.

Greek Monolingual

το (Α λιμνίον) λίμνη
μικρή λίμνη, μικρή κοιλότητα του εδάφους γεμάτη με νερό.

Russian (Dvoretsky)

λιμνίον: τό болотце или озерцо Arst.