δύσχυμος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A ill-savoured, Arist.GA776a30, Thphr.CP6.12.4.
German (Pape)
[Seite 691] = δύσχυλος; Arist. gener. anim. 4, 8; Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
δύσχῡμος: -ον, δύσχυλος, Ἀριστ. Γεν. Ζ. 4. 8, 3, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 6. 12, 4.
Spanish (DGE)
-ον
de sabor desagradable τὸ λοιπὸν ἁλμυρὸν ... καὶ δύσχυμον de alimentos, Arist.GA 776a30, δ. τῇ γεύσει Thphr.Od.11, οἱ ... κητώδεις Xenocr. en Orib.2.58.6.
Greek Monolingual
δύσχυμος, -ον (Α)
αυτός που έχει κακό χυμό, με άσχημη γεύση.
Russian (Dvoretsky)
δύσχῡμος: неприятный на вкус (ἁλμυρὸς καὶ δ. Arst.).