σπανιότης

Revision as of 06:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ητος, ἡ,= sq.,

   A lack, γῆς Isoc.4.34, 132: pl., rarities, J.BJ7.5.5.

German (Pape)

[Seite 916] ητος, ἡ, = Folgdm; τῆς γῆς, Isocr. 4, 34.

Greek (Liddell-Scott)

σπᾰνιότης: -ητος, ἡ, = τῷ ἑπομ., ἔλλειψις, ὀλιγότης, γῆς Ἰσοκρ. 47C, 68A.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
rareté, insuffisance.
Étymologie: σπάνιος.

Greek Monotonic

σπᾰνιότης: -ητος, τό, = το επόμ., έλλειψη ενός πράγματος, σε Ισοκρ.

Russian (Dvoretsky)

σπᾰνιότης: ητος ἡ недостаток, нехватка, скудость (τῆς γῆς Isocr.).