θυλακίσκος

From LSJ
Revision as of 06:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit

Menander, Monostichoi, 392
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῡλακίσκος Medium diacritics: θυλακίσκος Low diacritics: θυλακίσκος Capitals: ΘΥΛΑΚΙΣΚΟΣ
Transliteration A: thylakískos Transliteration B: thylakiskos Transliteration C: thylakiskos Beta Code: qulaki/skos

English (LSJ)

ὁ,=

   A θυλάκιον 1, bread-basket, Ar.Fr.545, Crates Com.14.    II = θυλάκιον 11, Dsc.2.106.

Greek (Liddell-Scott)

θῡλᾰκίσκος: ὁ, = τῷ προηγ. Ι, καλάθιον ἄρτου, «σακκοῦλι», Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 464, Κράτης ἐν Θηρ. 1· β΄ ὑποκορ. θυλακίσκιον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 32. ΙΙ. = θυλάκιον, Διοσκ. 2. 128.

Greek Monolingual

θυλακίσκος, ὁ (Α)
1. καλάθι ψωμιού, σακούλι
2. θυλάκιο, μικρός σάκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύλακος + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. μην-ίσκος, οβελ-ίσκος)].

Russian (Dvoretsky)

θῡλᾰκίσκος: ὁ Arph. = θυλάκιον.