ἀποσεμνόω
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
German (Pape)
[Seite 324] ehrwürdig machen, pass., Arist. poet. 4, v. l., Bekk. liest ἀπεσεμνύνθη.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσεμνόω: σεμνὸν καθιστῶ, ὀψε ἀπεσεμνώθη (ἀπεσεμνύνθη, Βεκκ.) Ἀριστ. Ποιητ. 4.
Russian (Dvoretsky)
ἀποσεμνόω: Arst. v. l. = ἀποσεμνύνω.