παιωνικός

From LSJ
Revision as of 06:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παιωνικός Medium diacritics: παιωνικός Low diacritics: παιωνικός Capitals: ΠΑΙΩΝΙΚΟΣ
Transliteration A: paiōnikós Transliteration B: paiōnikos Transliteration C: paionikos Beta Code: paiwniko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A healing, φάρμακα Gal.19.169; ἐνέργειαι Procl. in Cra.p.100 P.    II (Παιάν 111) paeonic, ῥυθμοποιίαι Plu.2.1143d; κῶλον Demetr. Eloc.41, Sch.Ar.Eq.303; [μέτρον] Heph.13.1.

German (Pape)

[Seite 444] v. l. für παιανικός, bei Ath. XIV, 696 e. – Aus päonischen Versfüßen bestehend, Schol. Ar. Equ. 303.

Greek Monolingual

παιωνικός, -ή, -όν (Α) παιών
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιατρική τέχνη, θεραπευτικός
2. (για μετρικό πόδα) αυτός που αποτελείται από παιώνες («παιωνικαὶ ῥυθμοποιίαι», Πλούτ.).

Russian (Dvoretsky)

παιωνικός: пэанический (ῥυθμοποιΐα Plut.).