ἐξευμενίζομαι
From LSJ
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
French (Bailly abrégé)
se rendre favorable : τινα qqn.
Étymologie: ἐξ, εὐμενίζομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐξευμενίζομαι: склонять в свою пользу, располагать к себе (τοὺς θεούς Plut.).