εὐμενίζομαι

From LSJ

Φεῦγ' ἡδονὴν φέρουσαν ὕστερον βλάβην → Procul voluptas sit ea, quam excipit dolor → Lass nicht auf Lust dich ein, die später Schaden bringt

Menander, Monostichoi, 532
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Εὐμενίζομαι Medium diacritics: εὐμενίζομαι Low diacritics: ευμενίζομαι Capitals: ΕΥΜΕΝΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: eumenízomai Transliteration B: eumenizomai Transliteration C: evmenizomai Beta Code: *eu)meni/zomai

English (LSJ)

propitiate, ἥρωας X.Cyr.3.3.22, cf. Ael.NA7.44; τινα διά τινος App.BC4.54.

French (Bailly abrégé)

impf. εὐμενιζόμην;
se rendre favorable, se concilier.
Étymologie: εὐμενής.

Russian (Dvoretsky)

εὐμενίζομαι: склонять на свою сторону, умилостивлять (θεοὺς θυσίαις Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐμενίζομαι: Μέσ., ἐξιλεῶ, ἥρωας Ξεν. Κύρ. 3. 3, 22.

Greek Monolingual

εὐμενίζομαι (Α) (Μ εὐμενίζω) εὐμενής
1. εξευμενίζω, εξιλεώνω, καταπραΰνω (α. «εὐμενίζειν βουλόμενος τὸν πατέρα», Στουδ. Θεόδ.
β. «θεοὺς καὶ ἥρωας εὐμενίζετο», Ξεν.)
2. παθ. εὐμενίζομαι
εξευμενίζομαι.

Greek Monotonic

εὐμενίζομαι: (εὐμενής), Μέσ., εξευμενίζω, ἥρωας, σε Ξεν.

Middle Liddell

εὐμενίζομαι, εὐμενής
Mid. to propitiate, ἥρωας Xen.