καδδραθέτην

From LSJ
Revision as of 06:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source

German (Pape)

[Seite 1279] = κατεδραθέτην, Od. 15, 494.

Greek (Liddell-Scott)

καδδραθέτην: ἴδε τὸ ῥῆμα καταδαρθάνω.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ duel ao. Pass. (avec sync. et assimil. p. κατεδραθέτην) de καταδαρθάνω.

English (Autenrieth)

see καταδαρθάνω.

Greek Monotonic

καδδρᾰθέτην: Επικ. αντί κατεδραθέτην, γʹ δυϊκ. αορ. βʹ του καταδαρθάνω.

Russian (Dvoretsky)

καδδρᾰθέτην: эп. 3 л. dual. aor. к καταδαρθάνω.