σπίδιος

From LSJ
Revision as of 06:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source

German (Pape)

[Seite 921] = Vorigem; Aesch. frg. 333 σπίδιον μῆκος ὁδοῦ, vgl. frg. 346.

Greek Monolingual

-ία, -ον, Α
σπιδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπιδ- ή σπίδος(για ετυμολ. βλ. λ. σπιδής) + κατάλ. -ιος].

Russian (Dvoretsky)

σπίδιος: (πῐ) (= σπιδής) большой, длинный (μῆκος ὁδοῦ Aesch.).