τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion
[Seite 921] = Vorigem; Aesch. frg. 333 σπίδιον μῆκος ὁδοῦ, vgl. frg. 346.
-ία, -ον, Ασπιδής.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπιδ- ή σπίδος(για ετυμολ. βλ. λ. σπιδής) + κατάλ. -ιος].
σπίδιος: (πῐ) (= σπιδής) большой, длинный (μῆκος ὁδοῦ Aesch.).