κυνικῶς
From LSJ
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
French (Bailly abrégé)
adv.
comme un chien;
Cp. κυνικώτερον.
Étymologie: κυνικός.
Russian (Dvoretsky)
κῠνικῶς: по-кинически Plut.