ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland
ao. de ἐμπίπλημι.
ἐνέπλησα: αόρ. αʹ του ἐμπίπλημι.
ἐνέπλησα: aor. к ἐμπίπλημι.