νεκρών

From LSJ
Revision as of 06:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεκρών Medium diacritics: νεκρών Low diacritics: νεκρών Capitals: ΝΕΚΡΩΝ
Transliteration A: nekrṓn Transliteration B: nekrōn Transliteration C: nekron Beta Code: nekrw/n

English (LSJ)

ῶνος, ὁ,

   A burial-place, IG 5(2).176 (Tegea, ii B.C.), AP7.610 (Pall.).

German (Pape)

[Seite 238] ῶνος, ὁ, Begräbnißort, Pallad. 146 (VII, 610).

Greek (Liddell-Scott)

νεκρών: -ῶνος, ὁ, τόπος ταφῆς τῶν νεκρῶν, κοιμητήριον, Ἀνθ. Π. 7. 610.

French (Bailly abrégé)

ῶνος (ὁ) :
tombeau, cimetière.
Étymologie: νεκρός.

Greek Monolingual

νεκρών, -ῶνος, ὁ (Α)
τόπος ταφής τών νεκρών, νεκροταφείο, κοιμητήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρός + κατάλ. -ών, -ῶνος (πρβλ. μελισσ-ών, μηλ-ών)].

Greek Monotonic

νεκρών: -ῶνος, ὁ (νεκρός), τόπος ταφής των νεκρών, κοιμητήριο, νεκροταφείο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

νεκρών: ῶνος ὁ место погребения, кладбище Anth.