ἀναισθήτως
From LSJ
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
French (Bailly abrégé)
adv.
avec insensibilité : ἀναισθήτως ἔχειν πρός τι PLUT être insensible ou indifférent à qch.
Étymologie: ἀναίσθητος.
Russian (Dvoretsky)
ἀναισθήτως: бесчувственно, безразлично, равнодушно (ἔχειν Isocr. и διακεῖσθαι Arst.; κελεύειν τι Thuc.).