Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

Στυμφαλίς

From LSJ
Revision as of 07:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Καλὸν τὸ θησαύρισμα κειμένη χάρις → Benefacta bene locata, thesaurus gravis → Ein schöner Schatz: ein Dank, den du zu Gute hast

Menander, Monostichoi, 295

French (Bailly abrégé)

ίδος
adj. f.
de Stymphale ; Στυμφαλὶς λίμνη HDT lac de Stymphale.
Étymologie: Στύμφαλος.

English (Slater)

Στυμφᾱλῐς (f. adj.)
   1 Stymphalian ματρομάτωρ ἐμὰ Στυμφαλίς, εὐανθὴς Μετώπα, πλάξιππον ἃ Θήβαν ἔτικτεν (O. 6.84)

Russian (Dvoretsky)

Στυμφᾱλίς: ион. Στυμφηλίς, ίδος adj. f стимфальская (λίμνη Her.).