εὐφραντός
From LSJ
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
ή, όν,
A pleasant, dub. in Gal.5.88: Εὐφραντά, τά, title of work by Timocrates, D.L.10.6, cf. Sch.E.Hec.100, al. 2 cheered, delighted, Sch. rec.A.Pr.536.
Greek Monolingual
εὐφραντός, -ή, -όν (Α) ευφραίνω
1. ενεργ. αυτός που προκαλεί ευφροσύνη, ο ευχάριστος
2. παθ. αυτός που ευφραίνεται, ο γεμάτος χαρά
3. (το ουδ. πληθ.) τὰ Εὐφραντά
τίτλος έργου του Τιμοκράτους.
επίρρ...
εὐφραντῶς (Μ)
ευχάριστα, ευάρεστα.
Russian (Dvoretsky)
εὐφραντός: радостный, приятный Timocrates ap. Diog. L.