διαγαληνίζω

From LSJ
Revision as of 07:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαγᾰληνίζω Medium diacritics: διαγαληνίζω Low diacritics: διαγαληνίζω Capitals: ΔΙΑΓΑΛΗΝΙΖΩ
Transliteration A: diagalēnízō Transliteration B: diagalēnizō Transliteration C: diagalinizo Beta Code: diagalhni/zw

English (LSJ)

   A make quite calm, τὰ πρόσωπα Ar.Eq.646.

Greek (Liddell-Scott)

διαγᾰληνίζω: κάμνω τι ὅλως γαλήνιον, τὰ πρόσωπα Ἀριστοφ. Ἱππ. 646.

French (Bailly abrégé)

rasséréner (le visage).
Étymologie: διά, γαλήνη.

Spanish (DGE)

(διαγᾰληνίζω) serenar, poner en calma τὰ πρόσωπα Ar.Eq.646.

Greek Monolingual

διαγαληνίζω (Α)
καθιστώ κάτι εντελώς γαλήνιο.

Greek Monotonic

διαγᾰληνίζω: μέλ. -ίσω (γαλήνη), κάνω γαλήνιο, ηρεμώ, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

διαγᾰληνίζω: прояснять(ся) (τὰ πρόσωπα διεγαλήνισαν Arph.).