περιδώμεθον
From LSJ
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
Greek (Liddell-Scott)
περιδώμεθον: ἴδε ἐν λ. περιδίδωμι.
French (Bailly abrégé)
ao.2 duel de περιδίδομαι.
English (Autenrieth)
see περιδίδωμι.
Greek Monotonic
περιδώμεθον: αʹ δυϊκ. υποτ. Μέσ. αορ. βʹ του περιδίδωμι.
Russian (Dvoretsky)
περιδώμεθον: эп. 1 л. dual. aor. 2 conjct. к περιδίδομαι.