διαπόρησις

From LSJ
Revision as of 07:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διᾰπόρησις Medium diacritics: διαπόρησις Low diacritics: διαπόρησις Capitals: ΔΙΑΠΟΡΗΣΙΣ
Transliteration A: diapórēsis Transliteration B: diaporēsis Transliteration C: diaporisis Beta Code: diapo/rhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A doubting, perplexity, ὑπέρ τινος Plb. 28.3.6; εἰ δεῖ . . Id.35.5.1.

German (Pape)

[Seite 597] ἡ, Verlegenheit, Zweifel, Pol. 28, 3 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

διαπόρησις: -εως, ἡ, ἀμφιβολία, δυσχέρεια, Πολύβ. 28. 3, 6.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 duda, incertidumbre διαπόρησιν ἦγον ὑπὲρ τοῦ ... Plb.28.3.6, ἀναφέρει τῷ θεῷ τὴν διαπόρησιν Ph.2.171, cf. 483, μοι τὴν τοιαύτην διαπόρησιν ἔλυσεν ἡ ἱστορία Gr.Nyss.Hom.creat.41.13, cf. Ast.Am.Hom.1.9.1, ret. δ. δ' ἐστίν, ὅταν περὶ ἑνὸς πράγματος δύο ἢ καὶ πλείονας ἐννοίας ἔχωμεν Alex.Fig.1.21, cf. Sch.Er.Il.22.99-130, Hermog.Id.2.7 (p.361), Hdn.Gr.1.517, αἱ διαπορήσεις δὲ αἱ ἐν τοῖς σχετλιασμοῖς βαρύτητα ἔχουσιν Aristid.Rh.472, cf. A.D.Adu.124.13, Coni.227.14.
2 disparidad de opinión, controversia ἐν δὲ τῇ περὶ αὐτῶν διαπορήσει τοιάδε λέγομεν S.E.P.3.16.
3 apuro, turbación τῶν αἰδουμένων Aristaenet.1.15.48.

Russian (Dvoretsky)

διαπόρησις: εως ἡ затруднение, замешательство: εἰς διαπόρησιν ἄγειν τινά Polyb. ставить кого-л. втупик.